χαζούλιακας

χαζούλιακας
ο, Ν
πολύ χαζός, πολύ ανόητος, μεγάλος χάχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. -ούλιακας (πρβλ. στραβ-ούλιακας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαζούλιακας — ο χαζός, χάχας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”